- δάκνω
- δάκνω (AM)1. δαγκώνω, πληγώνω με τα δόντια2. κεντώ, ερεθίζω3. (για τον νου, το πνεύμα ή την καρδιά) λυπώ, στενοχωρώ («δάκε δὲ φρένας Ἕκτορι μύθος» — ο λόγος στενοχώρησε τον Έκτορα)μσν.διαπερνώ, διατρυπώαρχ.1. σφίγγω απλώς ή κρατώ κάτι με τα δόντια2. ενοχλώ, βλάπτω με έργα ή λόγια («νεκρός οὐ δάκνει»)3. (για τον έρωτα) βασανίζω, τυραννώ4. (για το κρασί) προκαλώ δυσθυμία5. (για ασθένεια) καταλαμβάνω, κυριεύω6. φρ. α) «δάκνω χεῑλος ὀδοῡσι» — προσπαθώ να πάρω σοβαρή απόφασηβ) «δάκνω στόμα» — δαγκώνω τη γλώσσα μου, σιωπώγ) «δάκνω ἐμαυτόν» — δαγκώνω τα χείλη μου, προσπαθώ να μη γελάσωδ) «δάκνω τον δάκτυλον» — προσπαθώ να θυμηθώε) «δάκνω χόλον» — συγκρατώ την οργή μου.[ΕΤΥΜΟΛ. < *dāk- / dak (< deə2k- / də2k-) πρβλ. αρχ. ινδ. daśati «δαγκώνει»). Αν θεωρηθεί πρωταρχική η ρίζα *dnk-, συνεσταλμένη βαθμίδα τής IE *denk- «δαγκώνω, τσιμπώ» (πρβλ. αρχ. άνω γερμ. zangar «οξύς, κοφτερός, δηκτικός», αρχ. νορβ. tong «τανάλια, ψαλίδα», αλβ. dane «τανάλια, ψαλίδα»), τότε πιθ. η ρίζα *dăk- να αποτελεί νεωτερισμό τής Ελληνικής.ΠΑΡ. δακνίςαρχ.δακνάς, δακνηρόςμσν.δακνότης.ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) αρχ.-μσν. δακνώδηςμσν.δακνοκάρδιοςνεοελλ.δακνομανία, δακνομοιομανία. (Β' συνθετικό) αρχ. αμφιδάκνω, αναδάκνω, αντιδάκνω, αποδάκνω, διαδάκνω, ενδάκνω, επιδάκνω, καταδάκνω, συνδάκνω, υπερδάκνω, υποδάκνω].
Dictionary of Greek. 2013.